~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

αγναντεύω (ρήμα) // βλέπω από μακριά, ή παρατηρώ από ψηλά, από ύψωμα

+Στην Μνήμη των Πάνου και Ελένης και του Σταύρου Πάνου Αϊβαλή απο το Ελληνικόν Γορτυνίας και Ιδρυτή της εφημερίδας "Λούσιος" και μετέπειτα "Αρκαδικό Βήμα" (1988-2009)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
"Χαίρε Ω Χαίρε Ελευθερία" Δ. Σολωμός

~

~
λέμε στους γείτονες και στους συγχωριανούς μας

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΑ ΜΟΛΥΒΕΝΙΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΚΙΑ

  +  ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ Π. ΑΪΒΑΛΗ       
  




γράφει ο Μάνος Παναγόπουλος
Θεατρικός Συγγραφέας
(από το Ελληνικό Γορτυνίας)






ι περιμένεις εδώ Μανωλάκη;
   - Το Σταύρο, να μου φέρει τα στρατιωτάκια!
    -Μα σου έχει φέρει τόσα πολλά! είπε η μητέρα μου. Τι θα τα κάνεις; Δώσε και σε κανένα φίλο σου.
     Κάτι  ήθελα να της πω  για τα στρατιωτάκια μου, αλλά που να βρω λέξεις. Μικρό παιδάκι ήμουνα. Δεν είχα πάει ακόμη σχολείο.
-Έλα μέσα. Θα τον δεις το Σταύρο όταν έρθει.
-Να έρχεται ο Σταύρος της λέω κι έτρεξα χαρούμενος κοντά του.
Ο Σταύρος έμενε σπίτι μας. Είχε φέρει αυτό το καλό παληκάρι ο πατέρας μου να τον φιλοξενήσει γιατί δεν είχε που να μείνει. Είπε στη μητέρα μου. Είναι απ’ το Ελληνικό και μακρινός συγγενής.
-Μα που θα χωρέσει. Εδώ δε χωράμε εμείς.
-Και τι θα κάνουμε βρε γυναίκα; Να τον αφήσουμε να μείνει στο δρόμο;
-Χριστός και η Παναγία, λέει η μάνα μου και σταυροκοπιέται.
 Ήταν ο κόσμος τσακισμένος, απ’ την Κατοχή. Ζούσε και τον εμφύλιο. Εμείς μέναμε σε δυο δωμάτια και μια κουζίνα, οκτώ άτομα. Έξι παιδιά, τρία αγόρια, τρία κορίτσια και οι γονείς μας. Δύσκολοι καιροί μα ευλογημένοι. Υπήρχε αγάπη και οι άνθρωποι ήσαν αλληλέγγυοι. Τις μέρες εκείνες ήρθε στο σπίτι μας ο πατέρας μου  με το Σταύρο Αϊβαλή.
Συνεσταλμένο και ντροπαλό παληκάρι. Ντρεπότανε όλους στο σπίτι και γι’ αυτό επικοινωνούσε περισσότερο μαζί μου. Μου έφερνε τα στρατιωτάκια και μου έλεγε ιστορίες. Πολλές ιστορίες!
Εμείς μέναμε προσωρινά σ’ εκείνο το σπίτι, εγκαταλείποντας το δικό μας στα Πατήσια, γιατί εκεί γινόντουσαν πολλές μάχες μεταξύ Ελλήνων. Έτσι μου λέγανε. Όταν έφυγε, μας έλειπε. Τον χαιρετήσαμε με αγάπη, και τα γεμάτα δωμάτια από μας, φαινόντουσαν άδεια. Εγώ έστηνα τα στρατιωτάκια μου και τον φανταζόμουνα ότι θα γυρίσει το βράδυ με άλλα στρατιωτάκια καινούργια για να μεγαλώσω το στρατό μου, να νικήσω το φόβο του εμφυλίου πολέμου, και να βγω με τα παιδιά της γειτονιάς να παίξουμε ελεύθερα.

Ο Σταύρος  Π. Αϊβαλής με τον βενιαμίν Παρασκευά και τον Πέτρο 

     Τα χρόνια περνούσαν. Ο κόσμος σιγά-σιγά εύρισκε το δρόμο του. Η ζωή ομόρφαινε. Οι άνθρωποι ξεχνούσαν και τα χαμόγελα άνθιζαν. Ω!! τι ωραία που ήταν η Αθήνα! Τα μαγαζιά στολισμένα, οι δρόμοι καθαροί, οι φωνές των παιδιών, τα παιχνίδια τους, το γέλιο τους, αρμονία της ψυχής.
      Παληκαράκι σε κάποιο μαγαζί βλέπω  μολυβένια  στρατιωτάκια. Ανατρίχιασα σύγκορμος. Αμέσως στο μυαλό μου ήρθε ο Σταύρος και τα στρατιωτάκια μου που είχαν χαθεί κάπου στη μετακόμιση όταν πήγαμε στο καινούργιο σπίτι που είχαμε αγοράσει. Πήγα κοντά και τα κοίταζα. Ρώτησα πόσο στοιχίζουν. Μου είπαν μια εξωφρενική τιμή. Όμως αυτά τα στρατιωτάκια δε μου λέγανε τίποτα. Δεν ήτανε του Σταύρου, γεμάτα μνήμες. Ούτε είχαν την αφή των δικών μου χεριών που κατέγραφαν τη ζωή των παιδικών μου χρόνων. Έφυγα όπως έφυγαν τα νεανικά μου χρόνια. Συχνά ερχότανε στο μυαλό μου και μεγάλος πια καταλάβαινα πόσο καλός άνθρωπος ήταν, κι είχα να καμαρώνω για τα στρατιωτάκια μου, που έπαιζα με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς που δεν είχαν.
    Πριν λίγα χρόνια, είκοσι έξι Δεκεμβρίου, ημέρα της εορτής μου, μεσημέρι, τρώγαμε σπίτι μου, η γυναίκα μου, κάποια αδέλφια μου και κάνα δυο  συγγενείς. Ξαφνικά  μου ήρθε στο μυαλό ο Σταύρος.
Ρώτησα τον αδελφό μου αν γνωρίζει κάτι. Δεν ήξερε. Την ίδια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο.
 -Ο Σταύρος είναι στο τηλέφωνο, είπα αστειευόμενος και το σηκώνω.
Απίστευτο!!! Όμως αληθινό!!!
 -Λέγετε.
 - Είσαι ο Μανώλης του τάδε και της τάδε, που μένατε εκεί;
 -Είσαι ο Σταύρος που μου έφερνε στρατιωτάκια όταν ήμουνα μικρός;   Κόπηκε η φωνή του. Κατάλαβα ότι ένας κόμπος στο λαιμό του απ’ τη συγκίνηση  τον εμπόδιζε να μιλήσει. Του είπα ότι θέλω να τον δω. Χάρηκε. Του είπα επίσης πού μένω. Εκεί; μου λέει έκπληκτος! Κάθε μέρα περνούσα με το λεωφορείο! Ήμουνα οδηγός. Τον ρώτησα… με ρώτησε… του απαντούσα… μου απαντούσε…. Κανονίσαμε να περάσει από το σπίτι. Κλείνω και πάω στο τραπέζι.
 -Ήταν ο Σταύρος τους λέω.
Δεν το πιστέψανε. Τελικά τους έπεισα. Μου βάλανε τις φωνές.
 -Δεν έλεγες στον άνθρωπο να περάσει από δω;
 -Να πάρει ένα μεζέ…
 -Να πιει ένα ποτήρι κρασί…
Είπαμε πολλά για τον Σταύρο, τα χρόνια εκείνα, τη ζωή που άλλαξε!
Κι ήρθε η μέρα της συνάντησης. Χτυπάει το κουδούνι. Τον βλέπω απ’ την οθόνη του θυροτηλεφώνου. Άγνωστος, παχουλός, με άσπρα μαλλιά.
-Ποιος είναι; λέω για να πιστέψω στην παρουσία του.
-Ο Σταύρος, Μανώλη, ο Σταύρος.
-Καλώς ήλθες! Μένω στον τάδε όροφο.
Έρχεται. Κοιταζόμαστε για λίγα δευτερόλεπτα χωρίς να πούμε λέξη.
 -Είσαι ο Μανώλης! Αγκαλιαστήκαμε. Δεν το πιστεύω, είπε και πήγε να βουρκώσει. Καθίσαμε στο μπαλκόνι. Από μια πλαστική σακκούλα βγάζει ένα μπουκαλάκι με νερό. Του γνωρίζω τη γυναίκα μου που του λέει.
 -Είστε καλός άνθρωπος!! Είστε ευαίσθητος!! Μόλις είδατε τον Μανώλη
πήγατε να κλάψετε.
 -Δεν είναι μόνο ο Μανώλης! Εκείνες τις τραγικές μέρες του εμφυλίου, οι καλοί γονείς του με τόσα παιδιά που είχαν, βόλεψαν και μένα. Δεν μπόρεσα να τους το ανταποδώσω. Χαθήκαμε….
Είπε πολλά. Ήταν κάτι σαν εξομολόγηση και σαν απολογία. Ήπιε απ’ το νερό του. Δεν ήθελε να του δώσουμε κρύο. Αυτό που ήθελε ήταν να μιλάει και να με ρωτάει. Έφυγε. Συναντηθήκαμε πάλι, και πάλι, μου μίλησε για τα παιδιά του, για το τυπογραφείο, για την εφημερίδα, ώσπου η ζωή πάλι έφερε ένα κενό, μια σιωπή, και το παντοτινό του αντίο.
Τα στρατιωτάκια του, κάπου θα βρίσκονται, να καταγράφουν την παρουσία του, όσο υπάρχει ανάσα, όσο υπάρχουν όνειρα.
Αχ! να είχα ένα από τα στρατιωτάκια εκείνα! Ένα μόνο!!!…. 
  
Μάνος Παναγόπουλος 
9-8-2012 

_________________________________________
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Αρκαδικό Βήμα"  Αύγουστος 2012